- ερυσίπελας
- το, -ατοςδερματική φλεγμονή που οφείλεται σε στρεπτόκοκκο, αλλ. ανεμοπύρωμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ερυσίπελας — Οξεία φλεγμονή του υποδόριου ιστού –και ειδικότερα των λεμφαγγείων του– που προκαλείται από τον αιμολυτικό στρεπτόκοκκο· η φλεγμονή έχει μικρή τάση προς διαπύηση, αλλά σαφώς διεισδυτικό χαρακτήρα, εξαιτίας του οποίου γρήγορα επεκτείνεται και… … Dictionary of Greek
Erysipele — Érysipèle L érysipèle ou érésipèle (nom masculin) du grec ἐρυσίπελας (peau rouge), est une dermo hypodermite aiguë non nécrosante (infection du derme et de l hypoderme) survenant autour d une affection cutanée mal ou non soignée (plaie, impétigo … Wikipédia en Français
Érysipèle — Classification et ressources externes Érysipèle de la face dû à une infection invasive à streptocoque. CIM 10 … Wikipédia en Français
Érésipèle — Érysipèle L érysipèle ou érésipèle (nom masculin) du grec ἐρυσίπελας (peau rouge), est une dermo hypodermite aiguë non nécrosante (infection du derme et de l hypoderme) survenant autour d une affection cutanée mal ou non soignée (plaie, impétigo … Wikipédia en Français
ερυσιπελατώδης — ες (AM ἐρυσιπελατώδης, ες) [ερυσίπελας] αυτός που μοιάζει με ερυσίπελας («ἐρυσιπελατώδεις φλεγμοναί», Διόσκ.). επίρρ... ἐρυσιπελατωδῶς (Α) με τρόπο ερυσιπελατώδη («ἐρυσιπελατωδῶς ἔχειν», Γαλ.) … Dictionary of Greek
Erysipelas — Infobox Disease Name = Erysipelas Caption = Erysipelas DiseasesDB = 4428 ICD10 = ICD10|A|46|0|a|30 ICD9 = ICD9|035 ICDO = OMIM = MedlinePlus = 000618 eMedicineSubj = derm eMedicineTopic = 129 MeshID = D004886Erysipelas (Greek ερυσίπελας red skin… … Wikipedia
Эризипелоид — Колонии культуры Erysipelothrix rhusiopathiae на кровяном агаре МКБ 10 A … Википедия
Erisipela — (Del lat. erysipelas < gr. ereutho, enrojecer + pelas, cerca.) ► sustantivo femenino MEDICINA Enfermedad contagiosa, caracterizada por la inflamación y enrojecimiento de la piel, principalmente en cara, cuello, brazos y manos, con… … Enciclopedia Universal
άμβλωση — Η διακοπή της εγκυμοσύνης, που συνίσταται στην αποβολή του εμβρύου πριν από την πάροδο 28 εβδομάδων, οπότε το έμβρυο είναι πλέον βιώσιμο. Η ά. μπορεί να γίνει αυτόματα ή να προκληθεί τεχνητά. Η αυτόματη ά. συμβαίνει χωρίς την επέμβαση της ίδιας… … Dictionary of Greek
άπελος — ἄπελος, το (Μ) πληγή που δεν έχει επουλωθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι αρχαίοι συνέδεαν τη λ. με το ρ. πελάζω «πλησιάζω». Σύμφωνα με νεώτερες απόψεις, ο τ. προήλθε από α στερ. και κάποιο ουσιαστικό που θα δήλωνε το δέρμα (πρβλ. ερυσίπελας «φλεγμονή του… … Dictionary of Greek